διωστήρας
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek Monolingual
ο (Α διωστήρ)
νεοελλ.
ευθύγραμμη στερεά ράβδος, σύνδεσμος μεταξύ τών στοιχείων ενός μηχανισμού κατά τη μεταφορά ή τη μετατροπή μιας κίνησης
αρχ.
1. χειρουργικό εργαλείο, κοφτερή λαβίδα για να βγάζουν τα βέλη από το τραύμα
2. ξύλινος μοχλός που περνά μέσα από τους κρίκους κιβωτίου για να διευκολύνει τη μεταφορά.