διωστήρας

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Greek Monolingual

ο (Α διωστήρ)
νεοελλ.
ευθύγραμμη στερεά ράβδος, σύνδεσμος μεταξύ τών στοιχείων ενός μηχανισμού κατά τη μεταφορά ή τη μετατροπή μιας κίνησης
αρχ.
1. χειρουργικό εργαλείο, κοφτερή λαβίδα για να βγάζουν τα βέλη από το τραύμα
2. ξύλινος μοχλός που περνά μέσα από τους κρίκους κιβωτίου για να διευκολύνει τη μεταφορά.