διόγονος

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόγονος Medium diacritics: διόγονος Low diacritics: διόγονος Capitals: ΔΙΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: diógonos Transliteration B: diogonos Transliteration C: diogonos Beta Code: dio/gonos

English (LSJ)

ον, f.l. for δίγονος, Βάκχος E. Hipp. 560 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. διογενής.

Greek Monolingual

διόγονος, -ον (Α)
βλ. διογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -γονος < γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

δῑόγονος: Eur. = διογενής.

German (Pape)

διογενής, Eur. Hipp. 560, mit langem ι.