διόπτευση

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

η (Α διόπτευσις) διοπτεύω
η παρατήρηση με διόπτρα
νεοελλ.
1. ναυτ. ο καθορισμός της θέσεως του πλοίου με παρατήρηση σημείου της ξηράς ή της θάλασσας, ρελέβο
2. η γωνία που προσδιορίζεται με διόπτευση.