δμῳαί
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
Spanish (DGE)
-ῶν, αἱ
• Alolema(s): frec. δμω- Simon.113, S.Ant.1189, E.El.316, tard. sg. δμωά ISmyrna 543.1 (imper.); δμῳή Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.84, Q.S.5.560
• Morfología: [ép. dat. plu. δμῳῇσι Il.6.323, δμωαῖσι S.Ant.1189]
servidora(s), sierva(s) doméstica(s), criada frec. adscritas a la señora de la casa, c. γυναῖκες: Ἡλήνη μετ' ... δμῳῇσι γυναιξὶν ἧστο Il.6.323, cf. 9.477, δμῳαὶ κατὰ δῶμα γυναῖκες Od.7.103, cf. 13.66, A.Ch.1048 (cód.), sin el subst. ἀμβροσίην δμῳαὶ ... ἔθηκαν unas servidoras sirvieron ambrosía, Od.5.199, δῆτα ἀφικομένη αἱ μὲν δμωαὶ προσεῖχον τοῖς ἄνθεσιν Philostr.VA 1.5
•al servicio de una diosa αἱ δμωαὶ ... Ἀφροδίτης IG 10(2).2.178.1 (III d.C.)
•fig. δμωὴν ... ᾌδος ... μάκελλαν azada servidora de Hades Marc.Sid.l.c.
•entendido en régimen de esclavitud por derecho de conquista δμῳαὶ δ' ἃς Ἀχιλεὺς ληΐσσατο Il.18.28, cf. E.El.316, sg. οὔ ... σέ τις δμωὴν θήσεται ninguno hará de ti una sierva Q.S.5.561, δμωὰν ... μεταχείριοι τὴν ὁμόδουλον ... θάπτον ISmyrna l.c.
•gener. Πάτροκλος ... δμῳῇσι κέλευσε Φοίνικι στορέσαι ... λέχος Il.9.658, cf. 24.643, A.A.908, δμῳαί, νημερτέα μυθήσασθε Il.6.376, cf. 375, Od.1.147, 2.412, δαΐδων σέλας ... χερσὶν ἔνι δμῳῶν Hes.Sc.276, εἰριπόνοι δμωαί Simon.113, cf. S.l.c., E.Io 234, X.Cyr.5.1.6, Call.Fr.21.5, δμῶές τε ... δμωαί τ' ἀγέροντο A.R.1.261, Μηδείῃ δμωαὶ Φαιηκίδες A.R.4.1222, 1722, cf. Gr.Naz.Mul.Orn.250, Choerob.in Theod.1.404.7, 405.9.
• Etimología: Cf. δμώς.