δραγμίς
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, small handful, pinch, v.l. for δραχμίς, Hp.Morb.2.55.
Spanish (DGE)
v. δραχμίς.
German (Pape)
[Seite 664] ίδος, ἡ, dasselbe. Bei den Aerzten so viel man zwischen 3 Fingern fassen kann.
Greek (Liddell-Scott)
δραγμίς: -ίδος, ἡ, ὅσον τις τρισὶ δακτύλοις περιλαβεῖν δύναται, «πρέζα», Λατ. pugillus, Ἱππ. 481. 8, κτλ.
Greek Monolingual
δραγμίς, η (Α)
ποσότητα που πιάνεται με τα τρία δάχτυλα, πρέζα.