δυσαρέστως
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
French (Bailly abrégé)
adv.
désagréablement.
Étymologie: δυσάρεστος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
δυσαρέστως: с неудовольствием: δυσαρέστως ἔχειν πρός τι Plut. быть раздраженным чем-л.