δυσμήτηρ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
English (LSJ)
ερος, ἡ, in Od.23.97 μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ my mother yet no mother, cf. Lyc.1174, Nonn. D. 46.194.
Spanish (DGE)
-ερος, ἡ
1 mala madre, madre cruel μῆτερ ἐμή, δύσμητερ Od.23.97, δύσμητερ, ἀπηνέος ἴσχεο λύσσης Nonn.D.46.194, cf. AP 11.298.
2 madre desdichada ὦ μῆτερ, ὦ δύσμητερ, οὐδὲ σὸν κλέος ἄπυστον ἔσται Lyc.1174.
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, böse Mutter; Homer einmal, Odyss . 28, 97 μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, ἀπηνέα θυμὸν ἔχουσα; – Lycophr. 1174.
French (Bailly abrégé)
ερος (ἡ) :
voc. δύσμητερ;
mauvaise mère.
Étymologie: δυσ-, μήτηρ.
Russian (Dvoretsky)
δυσμήτηρ: ερος ἡ злая мать Hom.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμήτηρ: ερος, ἡ, ἐν Ὀδ. Ψ. 97, μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, μητέρα, κακομητέρα.
Greek Monolingual
δυσμήτηρ, η (Α)
κακή, δύστυχη μητέρα.
Greek Monotonic
δυσμήτηρ: -ερος, ἡ, σκληρή, άστοργη μητέρα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
not a mother, Od.