δυσμανής
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
δυσμανές, thick, ὕδατα Thphr. HP 7.5.2.
Spanish (DGE)
-ές
turbio τῶν δὲ ὑδάτων ... χείριστα δὲ τὰ ... δυσμανῆ Thphr.HP 7.5.2.
German (Pape)
[Seite 683] ές, nicht dünn, ὕδατα Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμανής: -ές, (μανός;) μὴ ἀραιός, πυκνός, ὕδατα Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 5, 2.