δυσπονία
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
ἡ, toil and trouble, Man.4.260.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Man.4.260
1 esfuerzo penoso, fatiga γαίης τε μεταλλευταὶ καὶ ὑπουργοὶ δυσπονίης Man.l.c.
2 infortunio, desdicha οἷς ἀνάγκη ... ταύτην ἐπέκλωσε τὴν δυσπονίαν Them.Or.17.216a.
German (Pape)
[Seite 687] ἡ, schwere Arbeit, Mühsal, Maneth. 4, 260. Von
Greek (Liddell-Scott)
δυσπονία: ἡ, δύσκολος ἐργασία, βαρύς κόπος, Μανέθων 4. 260.