δωμάτιο

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

το (AM δωμάτιο) δώμα
καθένας από τους χώρους στους οποίους χωρίζεται το εσωτερικό σπιτιού
νεοελλ.
ναυτ. μεγάλος θάλαμος πλοίου που χρησιμεύει ως κοιτώνας τών κατώτερων βαθμοφόρων
αρχ.-μσν.
στον πληθ. δώματα
ταράτσες σπιτιού
αρχ.
1. κατοικία
2. κοιτώνας σπιτιού.