δύσεο

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

French (Bailly abrégé)

v. δύω.

English (Autenrieth)

see δύνω.

Greek Monotonic

δύσεο: Επικ. προστ. Μέσ. αορ. αʹ του δύω.

Russian (Dvoretsky)

δύσεο: эп. 2 л. sing. imper. aor. 2 med. к δύω I.