δώομεν

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. ao.2 épq. de δίδωμι.

Greek Monotonic

δώομεν: Επικ. αντί δῶμεν, πληθ. υποτ. αορ. βʹ του δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

δώομεν: эп. (= δῶμεν) 1 л. sing. aor. 2 conjct. к δίδωμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δώομεν ep. conj. act. 1 plur. van δίδωμι.