εγκάρσιος
From LSJ
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
-α, -ο (AM ἐγκάρσιος, -α, -ον
Α και ἐγκάρσιος, -ον)
πλάγιος, λοξός
νεοελλ.
αυτός που κόβει σε μήκος ή πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. επικάρσιος].