εγκαθίζω

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

(AM ἐγκαθίζω)
νεοελλ.
φρ.
1. (για άλογο) «εγκαθίζω τον ίππο» — κάνω το άλογο να καλπάσει με τους γλουτούς χαμηλότερα από τους ώμους
2. «εγκαθίζω το πέταλο» — το προσαρμόζω στην οπλή
αρχ.-μσν.
βάζω κάποιον να καθίσει σ΄ έναν τόπο ή πάνω σε κάτι
αρχ.
1. κάνω σε κάποιον ποδόλουτρο
2. αφήνω να καθίσει, να πέσει κάτι πάνω σε κάτι άλλο.