εγκοίλιος

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

-ο (AM ἐγκοίλιος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκοίλια
(για πλοία) τα εγκάρσια ξύλα της κοιλιάς του πλοίου, οι πλευρές, νομείς
αρχ.
εντόσθια.