εγωπαθής
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
Greek Monolingual
-ές
αυτός που κατέχεται από το πάθος της φιλαυτίας, που πάσχει από υπερβολικό εγωισμό.