εδραιώνω

From LSJ

χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστίwithout health life is no-life, without health life is unlivable

Source

Greek Monolingual

(AM ἑδραιῶ, -όω) εδραίος
στερεώνω, κάνω σταθερό κάτι
αρχ.
ασφαλίζω, οχυρώνω.