εδωδός

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἐδωδός, -όν (Α)
λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε βάσει του εδωδή (πρβλ. αγωγός, αγωγή)].