εισελαύνω
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
εἰσελαύνω (Α)
1. ωθώ, οδηγώ μέσα (ἵππους δ' εἰσελάσαντες»)
2. εισέρχομαι
3. επιτίθεμαι
4. εισβάλλω
5. εισέρχομαι στην πόλη με θριαμβευτική πομπή.