εισηγούμαι
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek Monolingual
(AM εἰσηγοῦμαι, -έομαι)
προτείνω, συνιστώ, υποδεικνύω
αρχ.
1. οδηγώ, βάζω μέσα
2. παρουσιάζω κάτι νέο
3. συμβουλεύω
4. παριστάνω σε κάποιον ότι
5. αφηγούμαι, εκθέτω.