εκδήλωση
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Greek Monolingual
η
1. έκφραση, εξωτερίκευση («εκδήλωση μίσους»)
2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) εμφάνιση, ξέσπασμα («εκδήλωση κρίσης»)
3. πληθ. οι εκδηλώσεις
α) εξωτερικές ενδείξεις συναισθημάτων («φιλόφρονες, εχθρικές κ.λπ. εκδηλώσεις»)
β) συμπτώματα («εκδηλώσεις νόσου»)
γ) οργανωμένες τελετές, εορτές, επιδείξεις κ.λπ. («καλλιτεχνικές, μορφωτικές, εμπορικές εκδηλώσεις»).