εκμείρομαι
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
ἐκμείρομαι (Α)
μετέχω σε κάτι, αποκτώ κάτι με τη βοήθεια της τύχης.