ἐκμείρομαι
English (LSJ)
obtain for one's lot, aor. 2 ἐξέμμορον Nic.Th.791; θεῶν ἐξέμμορε τιμῆς Od.5.335.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo aor. ἐξέμμορον Nic.Th.791]
obtener, conseguir τῶν ... γενεὴν ἐξέμμορον de ellos consiguieron su existencia del nacimiento de los escorpiones a partir de ciertos cangrejos, Nic.l.c.
German (Pape)
[Seite 769] (s. μείρομαι), vorzugsweise theilhaftig werden, ἐξέμμορε τιμῆς Od. 5, 335.
French (Bailly abrégé)
seul. pf. 3ᵉ sg. au sens d'un prés. ἐξέμμορε;
obtenir une part de, gén..
Étymologie: ἐκ, μείρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμείρομαι: (только pf. ἐξέμμορα) получать в удел, обретать (θεῶν τιμῆς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμείρομαι: ἐν τῷ β΄ πρκμ., θεῶν ἐξέμμορε τιμῆς, μετέσχεν, ἠξιώθη, Ὀδ. Ε. 335.
English (Autenrieth)
only perf., θεῶν ἐξέμμορε τῖμῆς, has won a high share in the honor of the gods, Od. 5.335† (v.l. θεῶν ἔξ).
Greek Monolingual
ἐκμείρομαι (Α)
μετέχω σε κάτι, αποκτώ κάτι με τη βοήθεια της τύχης.
Greek Monotonic
ἐκμείρομαι: στον παρακ. βʹ ἐξέμμορε τιμῆς, αποκτά μέγιστο μερίδιο τιμής, έτυχε τιμής, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
perf. 2 ἐξέμμορε
in perf. 2 ἐξέμμορε τιμῆς obtained a chief share of honour, Od.