εκνευρισμός
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
ο (Μ ἐκνευρισμός)
νεοελλ.
1. διαταραχή της ισορροπίας του νευρικού συστήματος
2. αναστάτωση, ανησυχία
μσν.
αποχαύνωση.