εκούσιος

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἑκούσιος, -α, -ον και ἐκούσιος, -ον)
αυτός που γίνεται με τη θέλησή του, ο ηθελημένος
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί με ελεύθερη βούληση
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκούσια
πράξεις εθελοντικές
3. (απρσ.) «ἑκούσιόν ἐστί μοι» — είμαι πρόθυμος για κάτι.