εκπηδώ

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἐκπηδῶ)
πηδώ προς τα έξω, ξεπετιέμαι από κάποιο σημείο
νεοελλ.
εμφανίζομαι ξαφνικά
αρχ.
1. εξορμώ
2. φεύγω κρυφά
3. μεταπηδώ, μεθίσταμαι
4. εκτοπίζομαι
5. εκτινάσσομαι
6. (για την καρδιά) τινάζομαι από ισχυρό συναίσθημα, πάλλομαι.