εκπληκτικός

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκπληκτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που προκαλεί έκπληξη
2. θαυμαστός, υπέροχος.