Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ελένιο

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

το (Α ἑλένιον)
νεοελλ.
πολυετές φυτό της Αμερικής, της οικογένειας τών συνθέτων
αρχ.
1. ονομασία φυτού, κόνυζα
2. βοτάνι το οποίο πίστευαν ότι έσπειρε η Ελένη για να εξοντώσει τα φίδια.