εμβόλιο
From LSJ
Greek Monolingual
το (AM ἐμβόλιον)
νεοελλ.
1. παρασκεύασμα που χορηγείται ενδομυϊκώς (με ένεση) ή από το στόμα για να προκαλέσει ανοσία προς ορισμένη νόσο ή για θεραπευτικούς σκοπούς
2. κλωνάρι δέντρου με οφθαλμούς, το οποίο χρησιμοποιείται για τον δενδροκομικό εμβολιασμό
3. η δαμαλίδα κατά της ευλογιάς, η βατσίνα
αρχ.-μσν.
1. το δόρυ
2. εμβόλιμο άσμα
3. στόμιο ή υδρορρόη
4. γλυπτό στόλισμα σκευών.