εμπνευμάτωση
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
η (AM ἐμπνευμάτωσις)
1. πλήρωση με αέρα, γέμισμα
2. η συλλογή αερίων μέσα στις φυσικές κοιλότητες του οργανισμού.