εμπόλεμος
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐμπόλεμος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε πόλεμο, που διεξάγει πόλεμο («εμπόλεμα κράτη»)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι εμπόλεμοι
αυτοί που πολεμούν μεταξύ τους
3. ο πολεμικός, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πόλεμο (α. «εμπόλεμη κατάσταση» — η θέση ενός κράτους που διεξάγει πόλεμο
β. «εμπόλεμη δύναμη συντάγματος» — ο αριθμός τών ανδρών συντάγματος που προβλέπεται σε καιρό πολέμου
γ. «εμπόλεμη ζώνη» — πολεμική περιοχή, ζώνη επιχειρήσεων).