ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
ἐνέπω και ἐννέπω (Α)1. διηγούμαι, αφηγούμαι («ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον», Ομ. Οδ.)2. μιλώ, συζητώ3. υποδηλώνω («κτενῶν νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε», Αισχίν.)4. μιλώ παραινετικά5. καλώ, ονομάζω6. αποτείνω τον λόγο.