αποτείνω

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποτείνω)
(-ομαι) απευθύνω τον λόγο σε κάποιον
νεοελλ.
φρ. «αποτείνω τον λόγο» — μιλώ σε κάποιον
αρχ.-μσν.
(-ομαι) αναφέρομαι σε κάτι, υπαινίσσομαι κάτι
αρχ.
Ι. 1. επιμηκύνω, εκτείνω
2. (για λόγο) παρατείνω την ομιλία μου, μακρηγορώ
3. τεντώνω
II. (-ομαι)
1. καταβάλλω προσπάθεια για κάτι, προσπαθώ
2. εκτείνομαι
3. συνεχίζω να κάνω κάτι
4. φρ. «ἀποτείνω πόρρω» — πηγαίνω μακριά.