ενθλώ

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

Greek Monolingual

(Α ἐνθλῶ, -άω και ιων. τ. ἐνθλάω) θλω
κοιλαίνω κάτι πιέζοντας το προς τα μέσα, ενθλίβω, ζουλώ
αρχ.
εγχαράσσω, αποτυπώνω πάνω σε νόμισμα.