εννεακόσιοι
From LSJ
Greek Monolingual
και εννιακόσιοι, -ες, -α (Α ἐν(ν)ακόσιοι, ιων. τ. εἰνακόσιοι, Μ ἐννεακόσιοι και ἐνακόσιοι, -αι, -α)
(βλ. εννακόσιοι και ενακόσιοι)
οι εννέα φορές εκατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -κάτιοι (πρβλ. εκατόν) > -κόσιοι, όπου το -ο- είναι αναλογικά προς τα -κοντα, -κοστος (πρβλ. τριάκοντα, τριακοστός), ενώ το -σ- προήλθε από ουράνωση και μετέπειτα συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φυτις > φύσις)].