ενσωμάτωση

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐνσωμάτωσις) ενσωματώ
η ενσάρκωση
νεοελλ.
συνένωση στοιχείων με άλλα ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα.