εντριβή

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5

Greek Monolingual

η
1. η ενέργεια του εντρίβω, τρίψιμο
2. ιατρ. το τρίψιμο του δέρματος, με την παλάμη ή με ειδικό όργανο, για να προκληθεί υπεραιμία ή να απορροφηθεί φαρμακευτική ή άλλη ουσία
3. συνεκδ. η αλοιφή ή το υγρό που χρησιμοποιείται για τρίψιμο.