εξάντλημα

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

το (Α ἐξάντλημα) εξαντλώ
εξάντληση, πλήρης εκκένωση
αρχ.
1. η απότομη και με ορμή εκκένωση νερού στο σώμα του ανθρώπου, η καταιόνηση, το ντους
2. ιατρ. κατάπτωση δυνάμεων, νάρκη.