εξερευνώ

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξερευνῶ, -άω) ερευνώ
εξετάζω λεπτομερώς
νεοελλ.
παρατηρώ προσεκτικά μια περιοχή για εμπορικούς ή επιστημονικούς σκοπούς.