εξορκισμός
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek Monolingual
και ξορκισμός, ο (AM ἐξορκισμός) εξορκίζω
1. προσευχή για απομάκρυνση πονηρών πνευμάτων ή για θεραπεία αρρώστου
2. η απομάκρυνση πονηρών πνευμάτων
αρχ.
επιβολή όρκου σε κάποιον.