εξουσιοδοτώ

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

-έω
χορηγώ σε κάποιον το δικαίωμα να ενεργήσει για λογαριασμό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξουσία + -δοτώ (< δίδωμι, πρβλ. επιδοτώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικό Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό].