επάνοδος
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Greek Monolingual
η (AM ἐπάνοδος)
1. επιστροφή, γυρισμός («ἐπανόδου τῆς εἰς τὴν Ἑλλάδα παρεσκευασμένης αὐτῷ», Πλούτ.)
2. γυρισμός στην πατρίδα
νεοελλ.
σχήμα λόγου κατά το οποίο επαναλαμβάνουμε σε ένα τμήμα λόγου (πρόταση, περίοδο κ.λπ.) τις λέξεις του προηγούμενου, αλλά με αντίστροφη τάξη
αρχ.
1. πορεία προς τα πάνω, άνοδος («εἰς τὸν ἥλιον ἐπάνοδος», Πλάτ.)
2. ανάταση της ψυχής
3. (για λόγο) ανακεφαλαίωση («προοίμιον δὲ καὶ ἀντιπαραβολὴ καὶ ἐπάνοδος ἐν ταῖς δημηγορίαις», Αριστοτ.)
4. διεξοδικότερη πραγμάτευση ενός σημείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άν-οδος].