επίδραση

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source

Greek Monolingual

η επιδρώ
η άσκηση επιρροής, η πρόκληση μεταβολών και αλλαγών, το να επιδρά κάποιος ή κάτι (σε κάποιον ή σε κάτι).