επιδρώ
From LSJ
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
Greek Monolingual
ἐπιδρῶ, -άω δρω
νεοελλ.
ασκώ επίδραση, επιρροή πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, επηρεάζω (α. «το οικογενειακό περιβάλλον επιδρά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα» β. «ὁ δυνάμενος ἐπιδρᾶσαι πρὸς τὸ ἀγαθόν»)
αρχ.
κάνω ἐξαγνιστική ἱεροτελεστία.