επίκριμα

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

το (AM ἐπίκριμα)
φρ. «κλητήριον επίκριμα» — κλήση προσώπου για να δικαστεί ή να απολογηθεί σε κατηγορίες που του αποδίδονται, η οποία παραδίδεται σε στενό συγγενή του εφόσον δεν ανευρίσκεται ο ίδιος ο κατηγορούμενος
αρχ.
ένταλμα, απόφαση.