επίσης

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469

Greek Monolingual

(AM ἐπίσης και ἐπ’ ἴσης)
επίρρ. εξίσου, με τον ίδιο τρόπο
νεοελλ.
1. επί πλέον, προς τούτοις («θέλω επίσης να μού φέρεις...»)
2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει ομοιότητα απόψεων, επιθυμιών κ.λπ. («κι εγώ επίσης») ή σε ανταπόδοση ευχών («καλή επιτυχία» — «επίσης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίσης (ενν. μοίρας)].