ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
η (AM ἐπίσταξις) επιστάζω1. αιμορραγία της μύτης2. το να στάζει, να ρίχνει κανείς υγρό σε μια επιφάνεια στάλα στάλα.