επίσταξη

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπίσταξις) επιστάζω
1. αιμορραγία της μύτης
2. το να στάζει, να ρίχνει κανείς υγρό σε μια επιφάνεια στάλα στάλα.