επανήκω

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

ἐπανήκω (AM) ήκω
επιστρέφω (α. «ὁ δὲ Ἅγιος μικρὸν ὑποχωρήσας... ἐπανήκε», Μηναία
β. «ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ», ΠΔ).