επαναστροφή

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek Monolingual

η (AM ἐπαναστροφή) επαναστρέφω
αναστροφή, επιστροφή, γυρισμός (και ειδ. για χορό)
νεοελλ.
1. ιατρ. η επάνοδος ενός ιστού ή οργάνου σε προηγούμενα στάδια της εξελίξεως του
2. (φιλοσ.) «η αιώνια επαναστροφή» — η φιλοσοφική δοξασία κατά την οποία όλα τα όντα και τα φαινόμενα επαναλαμβάνονται, επανέρχονται με όμοιο τρόπο και με την ίδια σειρά εξελίξεως, μετά τη συμπλήρωση ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος απροσμέτρητου για τον άνθρωπο
3. χημ. το φαινόμενο της συμπτύξεως απλών σακχάρων σε πολυσακχαρίτες με αποβολή μορίων νερού
αρχ.
ρητορικό σχήμα κατά το οποίο το τέλος ενός τμήματος λόγου (προτάσεως, περιόδου κ.λπ.) γίνεται αρχή του επομένου, π.χ. «οὐ γὰρ δήπου Κτησιφῶντα μὲν δύναιτο διώκειν δι' ἐμέ, ἐμὲ δέ...», Δημοσθ.).